- μισόπατρις
- μισόπατρις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που μισεί την πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πατρίς, -ίδος (πρβλ. φιλό-πατρις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοπάτριδα — μισόπατρις hater of one s country fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισόπατριν — μισόπατρις hater of one s country fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek